- ἡνιοχεία
- ἡνιοχ-εία (-ία v.l. in Pl.Thg.123d), ἡ,A chariot-driving, Id.Grg. 516e, al.: pl., Id.Lg.795a;
ἡ. ἁρμάτων Hdn.1.13.8
: generally, conduct, management,τῆς μηχανῆς Plu.2.966f
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡ. ἁρμάτων Hdn.1.13.8
: generally, conduct, management,τῆς μηχανῆς Plu.2.966f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡνιοχεία — ἡνιοχείᾱ , ἡνιοχεία chariot driving fem nom/voc/acc dual ἡνιοχείᾱ , ἡνιοχεία chariot driving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχείᾳ — ἡνιοχείᾱͅ , ἡνιοχεία chariot driving fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνιοχεία — η (Α ἡνιοχεία) [ηνίοχος] 1. το έργο τού ηνιόχου, το να οδηγεί κάποιος άρμα με ηνία 2. μτφ. διακυβέρνηση, διαχείριση, χειρισμός («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς ἡνιοχεία καὶ κυβέρνησις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἡνιοχείας — ἡνιοχείᾱς , ἡνιοχεία chariot driving fem acc pl ἡνιοχείᾱς , ἡνιοχεία chariot driving fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχείαν — ἡνιοχείᾱν , ἡνιοχεία chariot driving fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχείαις — ἡνιοχεία chariot driving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχείης — ἡνιοχεία chariot driving fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… … Dictionary of Greek
ηνιοχικός — ή, ό (AM ἡνιοχικός, ή, όν) [ηνίοχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν εἶδος», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ηνιοχική η τέχνη τού να διευθύνει κάποιος άρμα μσν. αρχ. ο ικανός να οδηγεί με τα ηνία, ο… … Dictionary of Greek
ηνιόχησις — ἡνιόχησις, ἡ (Α) [ηνιοχώ] ηνιοχεία*(«ἡνιόχησις νεφέλης», Φίλ.) … Dictionary of Greek
ἡνιοχεῖαι — ἡνιοχέω hold the reins pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἡνιοχεία chariot driving fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)